βολκός

βολκός
ο
αλιευτικό εργαλείο που μοιάζει με επίμηκες κυλινδρικό δικτυωτό καλάθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική είναι η υπόθεση ετυμολογήσεως του βολκός < *Fολκός (< ολκός < έλκω), λόγω του ότι δεν υπάρχουν μαρτυρίες της λ. με δίγαμμα (F). Κατ' άλλους, βολκός < (σλαβ.) vlak ή < επίθ. βολικός ή από αναλογικές επιδράσεις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”